- κανηφορῶν
- κανηφορέωcarry a basketpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κανηφόρων — κανήφορος carrying a basket masc/fem/neut gen pl κανηφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανηφορία — κανηφορία, ἡ (Α) [κανηφορώ] η μεταφορά, πάνω στο κεφάλι, τών ιερών κανίστρων σε εορταστική πομπή από τις κανηφόρους, το έργο τών κανηφόρων παρθένων … Dictionary of Greek